μηχανουργῶν

μηχανουργῶν
μηχανουργός
architect
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • κολαούζο — το (μηχανολ.) εργαλείο τών μηχανουργών και σιδηρουργών που χρησιμοποιείται με το χέρι ή με εργαλειομηχανή για τη διάνοιξη εσωτερικών σπειρωμάτων σε οπές μικρής διαμέτρου τα οποία προορίζονται για την εισαγωγή βιδών, ο σπειροτόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”